- ινδικός
- -ή, -ό (ΑΜ ινδικός, -ή, -όν, Α θηλ. και Ινδίς) [Ινδός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν)κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική, το λουλάκι4. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Ινδικήη χώρα τών Ινδών, η Ινδίανεοελλ.σπαν.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ινδιάνους, στους ερυθροδέρμους2. φρ. α) «ινδική κάνναβις» — θάμνος ιθαγενής τής Ινδίας, απ' όπου παρασκευάζεται το χασίςβ) «ινδικά τάγματα» — αγγλικά παράσημα που απονέμονταν ως ανταμοιβή σε άτομα που προσέφεραν υπηρεσίες στην Ινδία κατά την εποχή που ήταν βρετανική αποικίαγ) «ινδική τέχνη» — η τεχνοτροπία τής οποίας κύρια χαρακτηριστικά είναι η υπομονή και η επιτηδειότητα στην εκτέλεσηδ) «ινδικό κάρυο» και «ινδοκάρυδο» — καρύδα τού δένδρου κοκκοφοίνικαςε) «ινδικό χοιρίδιο» — ινδόχοιρος*3. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ινδική και τα ινδικάη γλώσσα που μιλούν οι Ινδοίαρχ.φρ. «ἰνδικὸν φάρμακον»α) είδος πιπεριούβ) είδος αλοιφής τών ματιών.
Dictionary of Greek. 2013.